ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΗ
Δεν είναι παραλλαγή τίτλου ταινίας του Βρετανού Κεν Λόουτς, είναι ένα από τα πράγματα που είπε το 2019 σε συνέδριο του ΣΕΒ ο Δανός Henrik Von Scheel, ένας εκ των πρωτοπόρων στον τομέα του Industry 4.0, και σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ σε θέματα μετάβασης στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση: «αν αρχίζετε τώρα εδώ στην Ελλάδα να μιλάτε για την ψηφιακή μετάβαση, λυπάμαι αλλά το χάσατε αυτό το πλοίο». Το δεύτερο πράγμα που τόνισε, τουλάχιστον για όσους πίστευαν ότι δεν είχαν χάσει εκείνο το πλοίο, είναι πως έχουμε μόνο δύο χρόνια καιρό για να περάσουμε στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Όλα αυτά το 2019. Έχουμε ήδη 2021.
Η δυσκολία στη μετάβαση προφανώς υπάρχει, και μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει σε μια οικονομία όπου το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων έχουν από ένα έως 10 άτομα, έχουν λειτουργικά κόστη απαγορευτικά για μια κλασική μαζική παραγωγική δραστηριότητα σε διεθνή ανταγωνισμό, και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και κλάδων.
Σε αυτό το περιβάλλον, και σε αυτή τη χρονική στιγμή, για να αφομοιωθεί η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν αρκεί δυστυχώς η αντιγραφή ενός μοντέλου που αναπτύχθηκε με γνώμονα την μαζική βιομηχανική παραγωγή, και είναι επομένως ξένο προς την ελληνική πραγματικότητα. Όπως έλεγε και ο Von Scheel, κάθε πετυχημένη μετάβαση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, που εκμεταλλεύονται στο μέγιστο βαθμό τα κατά τόπους συγκριτικά πλεονεκτήματα. Με άλλα λόγια, για να πετύχει η προσπάθεια, θα πρέπει να συνθέτει τοπική παράδοση και επιστήμη. Στην περίπτωση μας, δύο είναι οι πυλώνες της τοπικής παράδοσης στους οποίους μπορούμε και πρέπει να στηριχθούμε.
Πρώτον, η όποια ενδογενής παραγωγική δραστηριότητα οφείλει να εδράζεται σε αυτό που οι μικρές επιχειρήσεις ξέρουν να κάνουν καλύτερα: την δημιουργία κατά παραγγελία προϊόντων. Προϊόντων πολύ υψηλής προστιθεμένης αξίας, που απευθύνονται κατά κανόνα σε μια μη μαζική αγορά, υψηλής αγοραστικής δύναμης. Το στοίχημα εδώ
για την τεχνολογία είναι να μπορέσει να συστήσει τα προϊόντα αυτά σε ένα διεθνές κοινό που δεν ικανοποιείται από προϊόντα μαζικής παραγωγής, αλλά έχει την ανάγκη και την οικονομική επιφάνεια για κατά παραγγελία αντίστοιχα. Θα μπορούσαν να είναι έπιπλα που να τα σχεδιάζει ο ίδιος ο καταναλωτής για να ταιριάζουν ακριβώς στον χώρο και την αισθητική του, sur mesure ρούχα και παπούτσια σε ανταγωνιστικές τιμές, εξειδικευμένη διατροφή και
άθληση, παιδικά, διαδραστικά και επιτραπέζια παιχνίδια ειδικού σκοπού.
Με τέτοιου είδους προϊόντα μπορεί να αξιοποιηθεί η μακρά παράδοση του ελληνικού χώρου στην μαστορική, στην τέχνη, στην ομορφιά, σε αυτό που λέμε συνήθως «μεράκι».
Δεύτερον, η όποια μετάβαση δεν θα πρέπει να αφαιρεί από τις μικρές επιχειρήσεις την αίσθηση της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, θα πρέπει να παντρεύει την δημιουργική αιχμή της ιδιωτικής δημιουργίας με την δυναμική της από κοινού δράσης σε εθνική και υπερεθνική κλίμακα. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία ενός νέου υποδείγματος συνεργατικού επιχειρηματικού μοντέλου, ικανού να λειτουργήσει
δυναμικά, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες ευκαιρίες σε διεθνές επίπεδο, υπερβαίνοντας τόσο την μονομέρεια ή απουσία κρατικού σχεδιασμού όσο και την υπεροπλία του διεθνούς ανταγωνισμού.
Σε αυτή την προσπάθεια να βάλουμε απέναντι στο βιομηχανικό προϊόν ένα σύγχρονο κατά παραγγελία αντίστοιχο, το ΕΠΙΣΕΥ μπορεί να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο, παρέχοντας τις ψηφιακές τεχνολογίες που θα συνθέτουν τον πραγματικό, τον εικονικό και τον ψηφιακό κόσμο μπροστά στα μάτια του καταναλωτή για την δημιουργία του κατά παραγγελία προϊόντος, θα βελτιστοποιούν τις
παραγωγικές διαδικασίες και τη διανομή, και θα αποτελούν την πραγματική βάση πάνω στην οποία θα μπορούν να αναπτυχθούν νέα υποδείγματα συνεργατικής επιχειρηματικότητας. Όντας τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από την δυτική βιομηχανική πραγματικότητα, το μπορεί καλύτερα από τον οποιονδήποτε.