ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΑΜΔΙΤΗ και τον ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΡΕΛΛΑ 

Απαραίτητο συστατικό κάθε σύγχρονης δραστηριότητας, άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ευημερία, η ενέργεια, στις διάφορες μορφές της – στερεά ή υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, ανανεώσιμες πηγές όπως νερό, βιομάζα/βιοαέριο, αέρας, ήλιος, γεωθερμία-, αποτελεί το οξυγόνο κάθε οικονομίας αλλά και πυλώνα περιφερειακής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής.

Στη σύγχρονη εποχή της διαρκούς βελτίωσης της ποιότητας ζωής και συνακόλουθα των ολοένα αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών παγκοσμίως, η σημασία της βιώσιμης αξιοποίησης των ενεργειακών πόρων καθώς και της διαχείρισης της παραγόμενης ενέργειας είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ως εκ τούτου, η Τεχνολογία της Ενέργειας οφείλει να κινείται απαρέγκλιτα στους τρεις θεμελιώδεις άξονες της Βιωσιμότητας: το Περιβάλλον, με γνώμονα την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των δραματικών συνεπειών που πρόκειται να έχει για την ανθρωπότητα μέσα από τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την Αποδοτικότητα, με στόχο  την ρεαλιστική και υπό οικονομικούς προσοδοφόρα αναμόρφωση και αναβάθμιση του ενεργειακού συστήματος, και τέλος την Κοινωνία, που είναι και ο τελικός αποδέκτης κάθε τεχνολογικού αγαθού, όπως η ενέργεια.

Ειδικά σήμερα, όπου η Ευρώπη βιώνει μια βαθιά ενεργειακή κρίση απόρροια τόσο της μεταπανδημικής εποχής όσο και των αποσταθεροποιητικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει ο παρατεταμένος πόλεμος, η ανάγκη να διασφαλίσουμε την ικανότητα του ενεργειακού τομέα να παρέχει αποτελεσματικά και αξιόπιστα την απαιτούμενη ενέργεια σε προσιτό κόστος για τους πολίτες και τη βιομηχανία, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική.

Τις τελευταίες δεκαετίες και ενώ οι ενεργειακές ανάγκες του πλανήτη αυξάνονται ραγδαία. Παρακολουθούμε τις συνθήκες παροχής ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα να μεταβάλλονται ριζικά, τόσο σε τεχνολογικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, γεγονός που δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για τις οικονομίες και τις κοινωνίες του μέλλοντος. Ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες, η τάση απομάκρυνσης του κράτους από τη διαδικασία παραγωγής ενέργειας έχει οδηγήσει στην διάσπαση των εθνικών καθετοποιημένων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, τη δημιουργία ανταγωνιστικών αγορών, νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Παράλληλα, ο τομέας βρίσκεται σε έντονο τεχνολογικό μετασχηματισμό, αναπτύσσονται ραγδαία νέες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, έξυπνες τεχνολογίες οι οποίες έχουν πολύ διαφορετικά τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις συμβατικές και που υπόσχονται ένα βιώσιμο μέλλον, πιο πράσινο, ενισχύοντας την ελπίδα ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

Σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικά περιβάλλον, το στρατηγικό όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη μιας κλιματικά ουδέτερης οικονομίας έως το 2050 αποτελεί μια ιστορική πρόκληση για την κοινωνία, τις εθνικές οικονομίες, την έρευνα, την επιστήμη και την επιχειρηματικότητα. Μας επιβάλει να επανεξετάσουμε και να αναδιαμορφώσουμε εκ νέου το ενεργειακό μας σύστημα και φυσικά την δομή της οικονομίας μας, και να μετατρέψουμε την ενεργειακή μετάβαση σε αναπτυξιακό μοχλό με ελπιδοφόρες προοπτικές για τις επόμενες γενεές. Σήμερα, ο τομέας της ενέργειας προκαλεί το 40% των εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα που στέλνουμε στην ατμόσφαιρα. Σε τρείς δεκαετίες, πρέπει να φτάσει στο μηδέν. Η ενεργειακή μετάβαση είναι όρος για την ύπαρξη μας στον πλανήτη.

 
Η χώρα μας δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από αυτές τις τάσεις. Δεσμευτήκαμε να πετύχουμε τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας για το κλίμα, να απελευθερώσουμε την οικονομία μας από τα αέρια του θερμοκηπίου ως το 2050. Με οδικό χάρτη την ευρωπαϊκή στρατηγική για βιώσιμη μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050, διανύουμε ίσως την κρισιμότερη δεκαετία, αποφασιστική για την πορεία μας προς το συλλογικό αυτό στόχο.
Ενώ όμως η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία, θέτει ταυτόχρονα και μια δύσκολη εξίσωση (ενεργειακό κόστος, δίκαιη κατανομή του, αποδοτικότητα και ενεργειακή ασφάλεια) που για να επιλυθεί χρειάζεται μακρόπνοο σχέδιο και ρεαλιστική στρατηγική. Η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που έχει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας και στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα -πετρέλαιο, άνθρακας, και φυσικό αέριο. Η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, όπως κάθε μεγάλη δομική αλλαγή, αν δεν γίνει με το σωστό ρυθμό και τις κατάλληλες στρατηγικές ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Εκτός από τεράστιες επενδύσεις, απαιτεί ευέλικτες στρατηγικές και προσαρμοστικότητα στις γεωπολιτικές συγκυρίες καθώς και δίκαιες πρακτικές προς όφελος του συνόλου. Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τις ιστορικές και γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας, να εξετάζει το φάσμα των διαθέσιμων επιλογών και των διαφορετικών σεναρίων εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος, τις διαθέσιμες τεχνολογικές λύσεις με στόχο την πιο αποδοτική βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση για την εθνική μας οικονομία αλλά και να αφήνει μεγάλα περιθώρια για ευελιξία και προσαρμογή, ζωτικό χώρο για τεχνολογική πρόοδο, ανάπτυξη τεχνογνωσίας και καινοτομίας.

Η Ελλάδα σήμερα παράγει μεγάλο μέρος της τεχνογνωσίας στον τομέα της ενέργειας με άριστα ερευνητικά αποτελέσματα. Είναι ζητούμενο να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε αυτή την τεχνογνωσία και την τεχνολογία για να δημιουργήσουμε προστιθέμενη αξία στα εγχώρια προϊόντα με γνώμονα ένα ενεργειακό προγραμματισμό που μπορεί να κοιτάξει μακριά, να δημιουργήσει νέες προοπτικές ανάπτυξης και να απαντήσει αποτελεσματικά στις περιβαλλοντικές προκλήσεις της εποχής μας. Αυτό όμως που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι κυρίως μια συλλογική προσπάθεια που απαιτεί την εμπλοκή και την υποστήριξη όλου του δυναμικού της χώρας ώστε να πετύχει. Χρειάζεται την κοινωνία ως αρωγό, την έρευνα και την επιστήμη ως οδηγό.

Σε αυτήν την ανάγκη απαντά το πρώτο Ενεργειακό Κέντρο Ικανοτήτων στον τομέα της Ενέργειας, ο συνεργατικός σχηματισμός που ιδρύθηκε πρόσφατα με απόφαση της ΓΓΕΚ για να συσπειρώσει 12 φορείς – σημαντικά ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, ερευνητικούς φορείς καθώς και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς ενέργειας, περιβάλλοντος και οικονομίας-και να υποστηρίξει την αξιοποίηση καινοτόμων ερευνητικών αποτελεσμάτων, την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειρογνωμοσύνης, τη δημιουργία δικτύων και τη προαγωγή συνεργασίας στον κλάδο. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που επιδιώκει να καθορίσει το πεδίο στην εγχώρια αγορά ενέργειας και να υποστηρίξει την ομαλή ενεργειακή μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων για την Ελλάδα.

Από κοινού το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) συντονίζουν το Ενεργειακό Κέντρο Ικανοτήτων (ΕΚΙ), με όραμα να δημιουργήσουν στέρεες γέφυρες διασύνδεσης για την πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα της χώρας με την επιχειρηματικότητα. Στο επόμενο κρίσιμο διάστημα θα επιδιώξουμε να υλοποιήσουμε σημαντικά έργα και επενδύσεις σε ερευνητικές υποδομές μεγάλης κλίμακας και να αξιοποιήσουμε ερευνητικά αποτελέσματα που παρήχθησαν από Πανεπιστήμια ή άλλους Δημόσιους Οργανισμούς Παραγωγής Γνώσης στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, ώστε να αρχίσουμε να βλέπουμε τις τεχνολογικές λύσεις να μεταφέρονται σε διαδικασίες παραγωγής και να καταλήγουν σε προϊόντα και υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας για την ελληνική οικονομία.

Μέσα από το ΕΚΙ, οι επιχειρήσεις θα λάβουν την κατάλληλη υποστήριξη ώστε να αναπτύξουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια τους, να επεκτείνουν τα δίκτυα τους, αλλά και να καταρτίσουν τα στελέχη τους στις νέες δεξιότητες που επιβάλλει η ενεργειακή μετάβαση και η βιομηχανία 4.0.

Από την άλλη, οι δημόσιοι φορείς, τα πανεπιστήμια και η ερευνητική κοινότητα αποκτούν τη δυνατότητα να συμβάλλουν καίρια στον ψηφιακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό της χώρας. Η επιστήμη έχει οραματιστεί ένα ρεαλιστικό ενεργειακό μέλλον με έμφαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που μπορούν να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα και αειφορία αξιοποιώντας την αιολική, ηλιακή, υδροηλεκτρική κυματική ενέργεια και βιομάζα. Προς μια μεταλιγνιτική εποχή, μπορεί να παρέχει λύσεις που εξασφαλίζουν την κεντρική παραγωγή ενέργειας – υβριδοποίηση και τροποποίηση υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών για καύση βιομάζας και φυσικού αερίου, ενσωμάτωση τεχνολογιών αντιρρύπανσης και δέσμευσης, αποθήκευσης και αξιοποίησης CO2, συμπαραγωγή και τριπαραγωγή θερμότητας, ηλεκτρισμού και ψύξης σε κεντρικούς θερμικούς σταθμούς-, αλλά και τεχνολογικές λύσεις που διευκολύνουν την αποκεντρωμένη παραγωγή αλλά και την εξοικονόμηση ενέργειας.

Στον δρόμο για τις έξυπνες πόλεις και κοινότητες του μέλλοντος το ΕΜΠ και το ΕΠΙΣΕΥ συντονίζει και υλοποιεί ήδη με επιτυχία έργα μεγάλης κλίμακας σχετικά με τις βιώσιμες μεταφορές, την αποτελεσματική διαχείριση υδάτινων πόρων, την ηλεκτροκίνηση, την επεξεργασία λυμάτων, την κατασκευή κτιρίων μηδενικής-θετικής ενεργειακής κατανάλωσης, την ανάπτυξη τοπικών έξυπνων δικτύων, κ.α. Οι προηγμένες τεχνολογίες παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας – χημική, ηλεκτρική, μηχανική αποθήκευση- αλλά και τεχνολογίες μεταφοράς και διανομής ενέργειας – σταθμοί αποθήκευσης, διασυνδεδεμένα ενεργειακά δίκτυα ηλεκτρισμού, αερίων και υγρών καυσίμων, θέρμανσης και ψύξης- αποτελούν μερικά από τα καίρια πεδία στα οποία αναπτύσσουμε και συσσωρεύουμε τεχνογνωσία, πεδία τα οποία αναμένεται τα επόμενα χρόνια να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η αποτελεσματική διασύνδεση της ερευνητικής παραγωγής και τεχνολογικής γνώσης με την εγχώρια βιομηχανία και προς όφελος της ελληνικής επιχειρηματικότητας ώστε όχι μόνο να επιταχύνουμε την πορεία προς το συλλογικό στόχο του ενεργειακού μετασχηματισμού αλλά και ως κοινωνία να αποφύγουμε τις καταστροφικές συνέπειες που ενέχει η πιθανότητα της μη ομαλής ενεργειακής μετάβασης. Σε αυτή την πορεία, θα συμβάλει το Ενεργειακό Κέντρο Ικανοτήτων κινητοποιώντας την εμπλοκή όλων των παραγόντων και δημιουργώντας τις απαραίτητες βάσεις ώστε το όραμα του ενεργειακού μετασχηματισμού της χώρας να γίνει κτήμα και πολιτικό καθήκον όλης της κοινωνίας.

Περισσότερες πληροφορίες για το Ενεργειακό Κέντρο Ικανοτήτων και τη λειτουργία του μπορείτε να βρείτε εδώ: https://hecc.gr/el/